- ἑτοιμοτόμοι
- ἑτοιμο-τόμοι, χεῖρες, zum Schneiden bereit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ετοιμοτόμος — ἑτοιμοτόμος, ον (Α) 1. έτοιμος για κόψιμο 2. ο επιτήδειος στο κόψιμο («ἑτοιμοτόμοι χεῑρες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τομος (< τέμνω), πρβλ. νεό τομος] … Dictionary of Greek